τέκνο

τέκνο
το / τέκνον, ΝΜΑ
1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ.
β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ.
γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ
δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα», Ομ. Ιλ.)
2. (σε περίφραση σχετικά με την καταγωγή) αυτός που κατάγεται από ορισμένη χώρα ή περιοχή (α. «ευγενές τέκνο τής Γαλλίας» β. «αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή», Σολωμ.
γ. «ὦ τέκνα Δαναῶν», Ευρ.)
3. (σε φιλικές προσφωνήσεις προς νεώτερους) παιδί μου, αγαπημένο μου παιδί, φίλε μου (α. «έλα τέκνο μου» β. «τέκνον Τιμόθεε», ΚΔ.)
4. φρ. α) «τέκνα σοφίας» — αυτοί που έχουν ανατραφεί με σοφία (ΚΔ)
β) «τέκνα τού φωτός» — αυτοί που αγαπούν το φως (ΚΔ)
γ) «τέκνα τής οργής» — αυτοί που έχουν υποπέσει στην οργή τού θεού (ΚΔ)
δ) «κατάρας τέκνα» — οι καταραμένοι (ΚΔ)
νεοελλ.
1. (νομ.) α) το πρόσωπο ως προς τους άμεσους γεννήτορές του
β) το πρόσωπο που έχει υιοθετηθεί, όταν αναφέρεται σε σχέση με τους θετούς γονείς του
2. φρ. «θετό τέκνο» — υιοθετημένο παιδί
νεοελλ.-μσν.
φρ. «πνευματικό(ν) τέκνο(ν)»
i) ο αναδεκτός, ο βαφτιστικός
ii) αυτός που έχει ανατραφεί ή εκπαιδευθεί από κάποιον ή καθοδηγείται πνευματικά από κάποιον
αρχ.
νεογνό ζώου ή πτηνού («στρουθοῑο νεοσσοὶ καὶ νήπια τέκνα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τεκ- τής ρίζας τού ρ. τίκτω (βλ. λ. τίκτω) με επίθημα -νο-ν (πρβλ. στέρ-νο-ν, τιθή-νη, φερ-νή). Η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. τής Γερμανικής που σημαίνουν «υπήκοος, υπηρέτης, νεαρός άνδρας», όπως λ.χ. με το αρχ. νορβ. pegn και το αρχ. γερμ. degan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεκνό — το, Ν (ιδιωμ. τ.) όμορφος νεαρός, αμοιθόμενος συνήθως, εραστής ώριμης γυναίκας ή κίναιδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνο, με καταβιβασμό τού τόνου. Πρόκειται για λ. που προέρχεται από τη γλώσσα τών περιθωριακών] …   Dictionary of Greek

  • τέκνο — το 1. αυτό που γεννήθηκε, γέννημα, το παιδί. 2. απόγονος: Οι Σπαρτιάτες ήταν τέκνα του Δωριέα. 3. αυτός που κατάγεται από κάποια πόλη ή χώρα: Τέκνο της Μακεδονίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξώγαμο τέκνο — Το παιδί που δεν καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο, δηλαδή δεν γεννήθηκε εντός γάμου ή δεν γεννήθηκε εντός 300 ημερών από τη λύση του, προκειμένου να θεωρηθεί παιδί του συζύγου της μητέρας. Έτσι αποκαλείται και το παιδί εκείνο που… …   Dictionary of Greek

  • γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… …   Dictionary of Greek

  • γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Άγκνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας (βλ. λ. Βέδες) προσωποποίηση μιας ιδιαίτερης μορφής της φωτιάς, που παρευρίσκεται κυρίως στις θυσίες, όπου ενώνει τον ορατό κόσμο των ανθρώπων με τον αόρατο κόσμο των θεών. Θεωρείται άλλοτε τέκνο των Ουράνιων Υδάτων… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”